τσιγγουνεύομαι

τσιγγουνεύομαι
скупиться; быть скупым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τσιγγουνεύομαι" в других словарях:

  • τσιγγουνεύομαι — και τσιγκουνεύομαι Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης] είμαι τσιγγούνης …   Dictionary of Greek

  • γλισχρεύομαι — (AM) [γλίσχρος] είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • κιμβικεύομαι — (Μ) [κίμβιξ] είμαι φειδωλός, τσιγγουνεύομαι …   Dictionary of Greek

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»